Η μεταβολή των επιτοκίων αποτελεί για τις Κεντρικές Τράπεζες το μέσο διατήρησης των τιμών, ήτοι του πληθωρισμού. Συχνά για την αντιμετώπιση του, οι Κεντρικές Τράπεζες προβαίνουν σε μεταβολή των χορηγητικών και καταθετικών επιτοκίων προς τις εμπορικές τράπεζες. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται είτε προσέλκυση καταθέσεων και μείωση δανεισμού είτε το αντίθετο (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2014).
Προ πενταετίας η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη προσπάθεια της να αυξήσει τον πληθωρισμό και να τον διατηρήσει στο 2% περίπου, μείωσε το επιτόκιο χορηγήσεων προς τις εμπορικές τράπεζες κατά -0,1%. Για τη διατήρηση της διαφοράς μεταξύ χορηγητικών και καταθετικών επιτοκίων, υπέρ του πρώτου, ήταν επιβεβλημένη και η αντίστοιχη μείωση των καταθετικών επιτοκίων των εμπορικών τράπεζων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ωστόσο το 2014 το επιτόκιο καταθέσεων ήταν μηδενικό με αποτέλεσμα το επιτόκιο καταθέσεων να ορισθεί με αρνητικό πρόσημο, δηλαδή σε -0,1% (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2014).
Η ίδια τακτική επαναλήφθηκε από την ΕΚΤ το 2016 μειώνοντας περαιτέρω το επιτόκιο καταθέσεων για τα διαθέσιμα των εμπορικών τραπεζών σε -0,4%, ενώ πρόσφατα προχώρησε και σε νέα μείωση, τη τάξεως του -0,5%. Η χρήση των αρνητικών επιτοκίων χρησιμοποιήθηκε από την ΕΚΤ, με σκοπό την ώθηση των εμπορικών Τραπεζών στην χρήση των υπερβάλλοντων διαθεσίμων τους στην αγορά, με απώτερο σκοπό τόσο για τη αύξηση της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων, ούτως ώστε να επέλθει σταδιακά η ανάπτυξη.
Ωστόσο η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ είχε αντίστοιχη επίδραση και στα καταθετικά επίτοκα των εμπορικών Τράπεζων με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να μετακυλούσαν το κόστος των αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις των μεγαλοκαταθέτών (άνω €500.000 με €1.000.000) αλλά και στους λογαριασμούς όψεως των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ πλέον μετά από 5 χρόνια αρνητικών επιτοκίων, να εξετάζουν και την επιβολή αρνητικών επιτοκίων και στις λοιπές καταθέσεις.
Θεωρείται ότι η επιλογή εφαρμογής αρνητικών επιτοκίων αρχικά στους μεγαλοκαταθέτες και στις επιχειρήσεις, πραγματοποιήθηκε αφενός γιατί αυτοί μακροπρόθεσμα θα επωφεληθούν από τις χαμηλότοκες επενδύσεις και την επικείμενη ανάπτυξη και αφετέρου γιατί τόσο η διατήρηση μεγάλων ποσών και οι καθημερινές κινήσεις των λογαριασμών όψεως των επιχειρήσεων μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν και ως αμειβόμενη υπηρεσία, παρά τοποθέτηση. Επιπλέον, κρίνεται ότι η επιβολή αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις των μικροκαταθετών μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερη ενδεχόμενη μαζική εκροή καταθέσεων (εκροή λίγων χρήματων από πολλούς αποταμιευτές)
Τέλος, η παραπάνω στρατηγική των εμπορικών τραπεζών κρίνεται ότι οφείλεται κυρίως σε λόγους ρευστότητας και κατ΄ επέκταση επιβίωση τους. Συγκεκριμένα η κάθε εμπορική τράπεζα σταθμίζει τον κίνδυνο διάθεσης ή διατήρησης των υπερβάλλοντων διαθεσίμων της, με όποιο κόστος, τόσο για την αντιμετώπιση των αυξημένων υφιστάμενων, μη εξυπηρετούμενων δανείων της, όσο και για τη περίπτωση ενδεχόμενης εκροής καταθέσεων (λόγω χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων ή έλλειψης εμπιστοσύνης).